- ἀπέδετο
- ἀπέδετο Later Gk. for ἀπέδοτο; s. ἀποδίδωμι.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
Ελληνικά-Αγγλικά παλαιοχριστιανική Λογοτεχνία. 2015.
ἀπέδετο — ἀπό ἔδω eat imperf ind mp 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)